- λικνοστεφώ
- λικνοστεφῶ, -έω (Α)φέρω λίκνο, δηλ. είδος κανίστρου πάνω στο κεφάλι σε θρησκευτική πομπή («λικνοστεφεῑλίκνον στεφανούμενος θρησκεύει», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *λικνοστεφής < λίκνον + -στεφής (< στέφος [τὸ] «στέφανος»), πρβλ. κισσο-στεφής, ροδο-στεφής].
Dictionary of Greek. 2013.